- επισανιδώνω
- [-ώ (ο)] дет. обшивать досками; настилать пол
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επισανιδώνω — καλύπτω με σανίδες, στρώνω σανίδες πάνω σε κάτι, πατώνω … Dictionary of Greek
επισανίδωμα — το [επισανιδώνω] επίστρωση με σανίδες, σανίδωμα, πάτωμα … Dictionary of Greek
επισανίδωση — η [επισανιδώνω] επισανίδωμα … Dictionary of Greek